- μηνοειδοῦς
- μηνοειδήςcrescent-shapedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπαρχάνα — η (γεωμορφολ.) είδος θινὼν μηνοειδοὺς σχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. barchan < ρωσσ. barkhan] … Dictionary of Greek
πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο … Dictionary of Greek
πηχεοκαρπικός — ή, ό, Ν φρ. «πηχεοκαρπική άρθρωση» ανατ. η κερκιδοκαρπική άρθρωση που σχηματίζεται μεταξύ κερκίδας και τρίγωνου χόνδρου, αφ ἐνός, και σκαφοειδούς, μηνοειδούς και πυραμοειδούς οστού τού καρπού, αφ ετέρου, άρθρωση στην οποία εκτελούνται κινήσεις… … Dictionary of Greek
όσκολο — το στρ. μεταλλική πλάκα μηνοειδούς σχήματος την οποία έφεραν παλαιότερα οι αξιωματικοί τού στρατού στον λαιμό όταν βρίσκονταν σε υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. hausse col < μέσο γαλλ. housecol / hochecol / hauscol, με παρετυμολ. επίδραση τού… … Dictionary of Greek